στο Γιάννης Βούλγαρης, Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος (επιμ.) (2010) Στα Μονοπάτια του Αντόνιο Γκράμσι: Πολιτική και Πολιτισμός από το έθνος-κράτος στην παγκοσμιοποίηση, Αθήνα: Θεμέλιο, σελ. 65-85

 

Δύο Όψεις της Κοινωνίας Πολιτών: Η Πάλη για Ηγεμονία

«Αυτό που αποκαλείται «κοινή γνώμη», συνδέεται στενά με την πολιτική ηγεμονία, είναι δηλαδή το σημείο επαφής ανάμεσα στην «ιδιωτική κοινωνία» και την «πολιτική κοινωνία», ανάμεσα στην συγκατάθεση και τη βία»
Γκράμσι Αντόνιο, Παρελθόν και Παρόν, Αθήνα: Στοχαστής, 2005, σελ. 95

Στην εκτεταμένη ακαδημαϊκή βιβλιογραφία για την κοινωνία πολιτών η χρήση του όρου κοινωνία πολιτών χαρακτηρίζεται συνήθως από δύο διαφοροποιημένες έως αντιφατικές προσεγγίσεις: 1) την προβολή της κοινωνίας πολιτών ως κανονιστικό πρότυπο και 2) τη χρήση του όρου ως αναλυτικό εργαλείο. Στην πρώτη προσέγγιση, που θεμελιώνεται κυρίως στην θεωρητική παράδοση των Alexis de Tocqueville, Adam Smith και Adam Ferguson, η κοινωνία πολιτών προβάλλεται ως μία αυτόνομη σφαίρα με διακριτά και διαχρονικά χαρακτηριστικά. Στη δεύτερη προσέγγιση, υιοθετείται συνήθως μία νέο-Γκραμσιανή ανάλυση, η οποία  απορρίπτει την ταύτιση της κοινωνίας πολιτών με εγγενή ή διαχρονικά χαρακτηριστικά και υπογραμμίζει αντίθετα τον ιστορικό προσδιορισμό και τη δομική αμφισημία της. Στην προσέγγιση αυτή, η κοινωνία πολιτών αποτελεί τη σφαίρα, στην οποία αφενός συγκροτείται η κοινωνική και πολιτική ηγεμονία, αλλά αφετέρου η ηγεμονία αυτή αμφισβητείται μέσα από κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές αντίστασης. Η παρούσα ανάλυση ανατρέχοντας στη σκέψη του Γκράμσι επιδιώκει να αναλύσει τις δύο ασύμβατες εκδοχές του όρου κοινωνία πολιτών στην σύγχρονη ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, εστιάζοντας στη βιβλιογραφία για τα Νέα Κοινωνικά Κινήματα και το πολιτικό μοντέλο της χρηστής διακυβέρνησης.
Νέα Κοινωνικά Κινήματα και Κοινωνία Πολιτών
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 στη Δυτική Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική παρατηρείται μία άνθηση της βιβλιογραφίας σε σχέση με τη συλλογική δράση και την πολιτική ταυτότητα των αναδυόμενων τότε Νέων Κοινωνικών Κινημάτων (ΝΚΚ). Στη Δυτική Ευρώπη η θεωρία των ΝΚΚ αναφέρεται στα πολλαπλά κινήματα της εποχής - όπως το φεμινιστικό, το οικολογικό, το κίνημα ειρήνης, το αντιπυρηνικό, τους καταληψίες σπιτιών, τις επιτροπές δράσεις πολιτών, τα κινήματα αντικουλτούρας, το κίνημα ομοφυλοφίλων, το κίνημα αλληλεγγύης με τον Τρίτο Κόσμο - τα οποία είχαν ως κοινή συνισταμένη την αντίθεσή τους στο κυρίαρχο μοντέλο οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης στη μεταπολεμική Δυτική Ευρώπη.[1] Η ιδεολογική ηγεμονία του συγκεκριμένου μοντέλου αμφισβητήθηκε για πρώτη φορά από το φοιτητικό κίνημα του Μάη του ’68. Τη δεκαετία του ’70 οι οικονομικές συνέπειες των πετρελαϊκών κρίσεων του ’73 και του ’79 επέτειναν περαιτέρω την υφιστάμενη κρίση εξουσίας με αποτέλεσμα να ανατραπεί η κοινωνική και πολιτική ειρήνη, η οποία είχε επιτευχθεί μεταπολεμικά μέσω εκτεταμένων κορπορατιστικών δομών και πολιτικών αναδιανομής του εισοδήματος και να διασπαστούν οι μέχρι πρότινος σταθερές κοινωνικές συμμαχίες. Μέλη των νέων μεσαίων στρωμάτων (ιδιαίτερα άτομα που εργάζονταν στο δημόσιο τομέα ή στον τομέα των υπηρεσιών), άτομα μη ενταγμένα ή κινούμενα στο περιθώριο της αγοράς εργασίας (δηλαδή φοιτητές, άνεργοι, συνταξιούχοι, κ.λπ.) και τμήματα των παλαιών μεσαίων τάξεων συσπειρώθηκαν γύρω από τα αναδυόμενα ΝΚΚ.
Ο πολιτικός λόγος που άρθρωσαν τα ΝΚΚ ήταν ένας λόγος αντι-ηγεμονικός, καθώς δεν περιοριζόταν στην κριτική επιμέρους θεσμών και κανονιστικών ρυθμίσεων, αλλά στρεφόταν ενάντια στα ιδεολογικά θεμέλια του σύγχρονου βιομηχανικού πολιτισμού. Τα ΝΚΚ κατήγγειλαν την λογική του κέρδους, την εμπορευματοποίηση, τον καταναλωτισμό, τον πολιτικό συγκεντρωτισμό, τη γραφειοκρατία, τον κρατικό σχεδιασμό, τον μιλιταρισμό, την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση, την πατριαρχία, και διεκδίκησαν νέες μορφές κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, οι οποίες δεν θα θεμελιώνονταν σε εξουσιαστικές σχέσεις και ιεραρχικές δομές.  Μοιράζονταν, συνεπώς, τα ΝΚΚ μία κοινή ιδεολογική ταυτότητα, η οποία αποτυπωνόταν στα αντι-αυταρχικά αιτήματα χειραφέτησης που άρθρωναν.[2] Γι’ αυτό και στη σχετική βιβλιογραφία τα κινήματα αυτά προβάλλονται ως φορείς μίας διαδικασίας συλλογικής χειραφέτησης από τα κάτω με στόχο την υλοποίηση μίας ριζοσπαστικής δημοκρατίας.
Τα ΝΚΚ επιδιώκοντας να ανατρέψουν τον ηγεμονικό λόγο σε κάθε πτυχή της πολιτικής, κοινωνικής και ιδιωτικής ζωής, προσπάθησαν να ανιχνεύσουν τις πολλαπλές ηγεμονίες στα πλαίσια των υφιστάμενων κοινωνιών και να αναπτύξουν ευρύτερες αντι-ηγεμονικές συμμαχίες μέσα από δίκτυα κοινωνικής και πολιτικής αλληλεγγύης. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής στρατηγικής τα ΝΚΚ, παράλληλα με τις αντικρατικές τους δράσεις, επεδίωξαν να συγκροτήσουν προσωρινά αυτόνομους χώρους στη σφαίρα της κοινωνίας πολιτών, στους οποίους θα ήταν εφικτή η κοινωνική παραγωγή νέων μορφών γνώσης και ο επαναπροσδιορισμός των υποκειμενικών ταυτοτήτων. Στη σχετική βιβλιογραφία υπογραμμίζεται, ότι η έμφασή των ΝΚΚ στον κρίσιμο ρόλο της γλώσσας, των συμβόλων, της υποκειμενικής συνείδησης και της προσωπικής αυτονομίας υπήρξε μία σημαντική καινοτομία, η οποία διαφοροποιεί τα κινήματα αυτά από τις δράσεις «παλαιότερων» κοινωνικών κινημάτων, όπως το εργατικό κίνημα. Παρουσιάζεται, συνεπώς η δράση των ΝΚΚ ως μία απόπειρα όσμωσης της πολιτικής με την πολιτισμική δράση. Ενδεικτικά, ο A. Touraine υποστηρίζει, ότι στόχος της δράσης των ΝΚΚ είναι ο έλεγχος της historicity (της αυτοποίησης της κοινωνίας – self-production of society), δηλαδή ο έλεγχος του συνόλου των πολιτισμικών κωδίκων που καθορίζουν τις υφιστάμενες κοινωνικές πρακτικές και ενυπάρχουν στα κυρίαρχα μοντέλα γνώσης, οικονομίας και ηθικής.[3]       
Σε σχέση με τα δομικά αίτια της ανάδυσης των ΝΚΚ, η βιβλιογραφία αναλύει τα ΝΚΚ ως φορείς νέων κοινωνικών αντιθέσεων, οι οποίες δεν μπορούσαν να επιλυθούν στα πλαίσια του υφιστάμενου συστήματος.[4] Οι ερμηνείες, όμως, όσον αφορά το locus των αντιθέσεων αυτών υπήρξαν διαφοροποιημένες. Ενδεικτικά, η ανάδυση των ΝΚΚ συνδέθηκε με την έλευση της μετα-βιομηχανικής κοινωνίας, την κρίση του κράτους-πρόνοιας και των κορπορατιστικών δομών, τον εποικισμό του βιοκόσμου (lifeworld), τις δομικές αλλαγές στον ύστερο καπιταλισμό, την έλευση της μετα-νεωτερικότητας.[5] Στις περισσότερες μελέτες της σχετικής βιβλιογραφίας, τα δομικά αίτια αναζητούνται στις κοινωνικο-πολιτισμικές δομές, τον εκτεταμένο κρατικό/διοικητικό μηχανισμό, τις νέες μορφές κοινωνικού ελέγχου και ενσωμάτωσης, ενώ υπογραμμίζεται η εξασθένιση των παραδοσιακών κοινωνικών αντιθέσεων (π.χ., κεφάλαιο-εργασία).[6] Η ανάλυση των Ε. Laclau και Ch. Mouffe για τα ΝΚΚ είναι χαρακτηριστική:
«Στη μετα-βιομηχανική κοινωνία ... οι κύριοι ανταγωνισμοί είναι αποτέλεσμα του ηγεμονικού σχηματισμού που αναδύθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και χαρακτηρίζεται από τις επεκτατικές διαδικασίες της εμπορευματοποίησης, της γραφειοκρατικοποίησης και της πολιτιστικής ομογενοποίησης της ζωής. Είναι αποτέλεσμα αυτών των ανταγωνισμών η ανάδυση σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων, όπως το γυναικείο, των ομοφυλοφίλων, το οικολογικό, της ειρήνης».[7]
Συνοψίζοντας, στη σχετική βιβλιογραφία τα ΝΚΚ προβάλλονται σταθερά ως φορείς αμφισβήτησης των κεντρικών αξιών και κανονιστικών ρυθμίσεων πάνω στις οποίες θεμελιώνονταν οι διαδικασίες της κοινωνικής αναπαραγωγής και κοινωνικής νομιμοποίησης στον ύστερο καπιταλισμό. Η επιρροή του Γκράμσι, στις αναλύσεις αυτές είναι εμφανής, καθώς τα ΝΚΚ προβάλλονται ως φορείς, που αμφισβητούν την πολιτική και πολιτιστική ηγεμονία και αποτελούν τον πυρήνα  μίας δυνάμει εναλλακτικής ηγεμονίας. Σαφείς είναι οι επιρροές και από τις αναλύσεις του Γκράμσι για την πολυπλοκότητα και τον υψηλό βαθμό οργάνωσης της κοινωνίας πολιτών στη Δύση˙ το πεδίο της γνώσης ως ένα εγγενές στοιχείο των κοινωνικών αντιθέσεων˙ την σύνθετη αλληλεπίδραση ηγεμονίας και ανθρώπινης συνείδησης και τέλος τον κρίσιμο ρόλο της ανθρώπινης βούλησης στη διαδικασία συγκρότησης της ιστορικής πραγματικότητας.[8] Όμως στη βιβλιογραφία για τα ΝΚΚ η σκέψη του Γκράμσι ερμηνεύεται συνήθως επιλεκτικά προκειμένου να αποτελέσει το σημείο αφετηρίας για μία αποφασιστική ρήξη με τις οικονομίστικες αναγνώσεις του μαρξισμού και την θεωρητική παράδοση του δομομαρξισμού. Είναι ενδεικτικό, ότι στις αναλύσεις για τα ΝΚΚ ο οικονομικός παράγοντας περιθωριοποιείται, προκειμένου να αναδειχθεί η αυτονομία του πολιτικού και του πολιτισμικού. Η διαδικασία συγκρότησης μίας εναλλακτικής ηγεμονίας, αποκτάει έναν έντονα βολονταριστικό χαρακτήρα και οι δομές αναλύονται κυρίως σε σχέση με το πώς αναγνωρίζονται και ερμηνεύονται από τους κοινωνικούς δρώντες στη διαδικασία διαμόρφωσης της συλλογικής τους ταυτότητας. Στο πλαίσιο των περισσότερων αναλύσεων για τα ΝΚΚ η διαλεκτική σχέση της κοινωνίας πολιτών με το κράτος υποχωρεί και η κοινωνία πολιτών χάνει τον αμφίσημο χαρακτήρα της. Η κοινωνία πολιτών προβάλλεται σχεδόν αποκλειστικά ως ένας χώρος αντίστασης, όπου τα κοινωνικά υποκείμενα διαθέτουν ακόμα την απαραίτητη αυτονομία για να μπορέσουν να αρθρώσουν έναν αντι-ηγεμονικό λόγο. Συνεπώς στη βιβλιογραφία για τα ΝΚΚ, η κοινωνία πολιτών προβάλλεται ως ένα σχεδόν αυτόνομο πεδίο, το κατεξοχήν πεδίο για την ανάπτυξη μίας συγκρουσιακής πολιτικής δράσης.
Οι προηγούμενες ερμηνείες των ΝΚΚ συνδέονται με τις ευρύτερες αλλαγές στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Αποτελούν, ως ένα βαθμό μία συνέχεια και μετεξέλιξη του ιδεολογικού ρεύματος της Νέας Αριστεράς, η οποία προσπάθησε να επαναφέρει το υποκείμενο και την πολιτική στο επίκεντρο της μαρξιστικής ανάλυσης. [9] Στο πλαίσιο των ερμηνειών αυτών το επαναστατικό υποκείμενο εργατική τάξη υποκαθίσταται συνήθως από τα πολλαπλά ΝΚΚ, τα οποία προβάλλονται ως ένα νέο και ενιαίο επαναστατικό υποκείμενο.
Η ευρωπαϊκή βιβλιογραφία για τα ΝΚΚ διαφοροποιείται από ένα σημαντικό τμήμα της αντίστοιχης βιβλιογραφίας στη Λατινική Αμερική. Η σκέψη του Γκράμσι αποτέλεσε το κεντρικό σημείο αναφοράς για την ερμηνεία της οργανωμένης αντίστασης ενάντια στα αποικιοκρατικά, τα μετέπειτα αυταρχικά καθεστώτα, καθώς και για τα πιο πρόσφατα κοινωνικά κινήματα.[10] Στις περισσότερες αναλύσεις η κοινωνία πολιτών ερμηνεύεται ως ένα πεδίο αντιθέσεων και συγκρούσεων στη συνεχή πάλη για ηγεμονία. Η κοινωνία πολιτών, υπογραμμίζουν οι αναλύσεις, δεν είναι εξ’ ορισμού δημοκρατική καθώς μπορεί να θεμελιώνεται σε σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας.[11] Κατά συνέπεια, η ευρύτερη πάλη για δημοκρατία δεν μπορεί παρά να εμπεριέχει και την πάλη για τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας πολιτών. Επίσης, στις αναλύσεις αυτές, η κοινωνία πολιτών δεν προβάλλεται ως μία αυτόνομη και διακριτή σφαίρα από το κράτος. Αντίθετα, με βάση την ανάλυση του Γκράμσι για το εκτεταμένο κράτος, οι θεσμοί της κοινωνίας πολιτών ερμηνεύονται σε συνάρτηση με τους ευρύτερους μηχανισμούς νομιμοποίησης του κράτους.
Μπορεί οι δύο  βιβλιογραφίες να παρουσιάζουν αποκλίσεις, όμως κοινή συνισταμένη παραμένει η ανάγνωση της κοινωνικής πραγματικότητας ως συγκρουσιακής. Οι υφιστάμενες σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης και συνεπώς οι αντιθέσεις και συγκρούσεις, οι οποίες θα χαρακτηρίσουν αναπόφευκτα τη διαδικασία κατάκτησης της ανθρώπινης χειραφέτησης δεν αμφισβητούνται. Η ανάγνωση αυτή της πραγματικότητας θα αλλάξει ριζικά τις επόμενες δεκαετίες με την άνοδο και την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού. Στη νέα ανάγνωση της κοινωνικής πραγματικότητας  η έννοια της κοινωνίας πολιτών δεν εξαφανίζεται, αλλά επαναπροσδιορίζεται. Εάν τη δεκαετία του ’70 η εκτεταμένη αναβίωση του όρου κοινωνία πολιτών οφειλόταν στην προσπάθεια προσδιορισμού των πολλαπλών μορφών αντίστασης στους υφιστάμενους μηχανισμούς κυριαρχίας, τις δεκαετίες ’80-’90 η έννοια της κοινωνίας πολιτών καθίσταται πλέον συστατικό στοιχείο της άσκησης ενός ηγεμονικού λόγου.

Η Κοινωνία Πολιτών στο Μοντέλο της Χρηστής Διακυβέρνησης
Η άνοδος και κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού συνοδεύτηκε από την ισχυρή παρουσία του όρου κοινωνία πολιτών στο πολιτικό και ακαδημαϊκό επίπεδο. Στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο η απαξίωση του θεσμού του κράτους και η πολιτική στρατηγική συρρίκνωσής του πλαισιώθηκαν από πολιτικές ενίσχυσης των φορέων της κοινωνίας πολιτών, οι οποίοι κλήθηκαν να υποκαταστήσουν το κράτος τόσο στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών όσο και στη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, που είναι αναγκαία για τη λειτουργία μίας πολιτικής κοινότητας. Στο νεοφιλελεύθερο λόγο, απουσιάζει η διαλεκτική σχέση της κοινωνίας πολιτών με το κράτος και την υλική βάση της κοινωνίας, ενώ μεγεθύνεται αντίθετα η μη-κρατική ταυτότητα της κοινωνίας πολιτών. Η ταυτότητα αυτή προβάλλεται ως το κρίσιμο στοιχείο που διαφοροποιεί την κοινωνία πολιτών από τις εγγενείς αδυναμίες και τον πολιτικό καταναγκασμό που χαρακτηρίζουν το θεσμό του κράτους. Η έμφαση στην αυτονομία της κοινωνίας πολιτών από το κράτος συνοδεύεται από την προβολή του εθελοντικού χαρακτήρα των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών, ο οποίος αναπαράγει τη φιλελεύθερη πρόσληψη του υποκειμένου ως ενός ελεύθερου φορέα.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90 σημειώνεται, όμως, μία αναθεώρηση του ρόλου του κράτους στο κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο «παράδειγμα», η οποία αποτυπώνεται στο αναδυόμενο μοντέλο της χρηστής διακυβέρνησης (good governance).[12] Η απόλυτα αρνητική πρόσληψη του κράτους της προηγούμενης δεκαετίας υποχωρεί, καθώς στο νέο μοντέλο ο ρόλος του κράτους προβάλλεται ως κρίσιμος για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της κοινωνίας και της αγοράς. Το κράτος καλείται να διασφαλίσει την πολιτική σταθερότητα, την παροχή των απαραίτητων υποδομών και υπηρεσιών για την αγορά και να θεσμοθετήσει ένα σταθερό και προβλέψιμο κανονιστικό πλαίσιο για την κοινωνία, την πολιτική και την οικονομία [13]  Σύμφωνα με τον Stephen Gill, η αναβάθμιση του ρόλου του δικαίου και των ρυθμιστικών κανόνων έχει οδηγήσει σε έναν νέο ιδιότυπο «συνταγματισμό», ο οποίος επιδιώκει να διασφαλίσει τρία αναγκαία στοιχεία για την λειτουργία της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας σήμερα: την αξιοπιστία, την συνέπεια/προβλεψιμότητα και τον υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης του υφιστάμενου κανονιστικού πλαισίου σε εθνικό ή υπερεθνικό επίπεδο.[14] Το επιχείρημα του Stephen Gill συμφωνεί με ένα σημαντικό τμήμα της ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας, το οποίο αναλύει το νέο μοντέλο διακυβέρνησης ως την πολιτική έκφραση των νέων θεσμικών μορφών οργάνωσης που αποκτάει ο νεοφιλελευθερισμός στο μακροεπίπεδο της παγκόσμιας οικονομίας.[15] Στις νέες αυτές θεσμικές μορφές οργάνωσης συμπεριλαμβάνονται μεταρρυθμίσεις της δημόσιας διοίκησης, των κανόνων δικαίου, της λειτουργίας της εκτελεστικής εξουσίας, του τραπεζικού τομέα, του φορολογικού συστήματος, κλπ. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές στοχεύουν κυρίως στην ενίσχυση της ικανότητας του κράτους να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, επεκτείνονται, όμως, και στη σφαίρα της κοινωνίας πολιτών.[16] Το νέο μοντέλο διακυβέρνησης επιδιώκει να οριοθετήσει τις δράσεις των φορέων της κοινωνίας πολιτών καθώς και να θεσμοθετήσει τη σχέση της κοινωνίας πολιτών με το κράτος.
Στο μοντέλο της χρηστής διακυβέρνησης οι φορείς της κοινωνίας πολιτών δεν καλούνται πλέον να υποκαταστήσουν το κράτος, αλλά να το ελέγξουν αποτελεσματικά ώστε να συμβάλλουν στην εύρυθμη λειτουργία του. Η ελεγκτική λειτουργία των φορέων της κοινωνίας πολιτών προβάλλεται ως κρίσιμος παράγοντας για την εδραίωση του κράτους δικαίου, της δημοκρατίας, την πάταξη της διαφθοράς και την επιτυχημένη υλοποίηση της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης. Το νέο μοντέλο θεσμοθετεί τον συμβουλευτικό ρόλο των φορέων της κοινωνίας πολιτών στη χάραξη των δημόσιων πολιτικών, αλλά θέτει παράλληλα σαφή όρια στην πολιτική συμμετοχή τους. Το μοντέλο της χρηστής διακυβέρνησης προσδιορίζει τις αρχές και τους στόχους των κρατικών πολιτικών, ενώ οι φορείς της κοινωνίας πολιτών καλούνται να ελέγξουν την εναρμόνιση των κρατικών πολιτικών με τους διακηρυγμένους στόχους και την αποτελεσματική υλοποίηση των πολιτικών αυτών. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στο μοντέλο της χρηστής διακυβέρνησης δεν προβλέπεται το ενδεχόμενο αμφισβήτησης των προτεραιοτήτων της κρατικής πολιτικής ή της ανάπτυξης συγκρουσιακών/αντι-συστημικών δράσεων από τους φορείς της κοινωνίας πολιτών. Επιπρόσθετα, στο συγκεκριμένο μοντέλο προβάλλονται και ενθαρρύνονται οι δράσεις των φορέων της κοινωνίας πολιτών που αναπτύσσονται στο πλαίσιο θεσμικών διαδικασιών, οι οποίες είναι αποδεκτές και εποπτεύονται από τους επίσημους πολιτικούς θεσμούς. Αντίθετα, υποβαθμίζεται η σημασία των αυθόρμητων δράσεων - χωρίς θεσμικές προϋποθέσεις και διοικητική εποπτεία - στη σφαίρα της κοινωνίας πολιτών. Προκύπτει, συνεπώς, ότι στο μοντέλο της χρηστής διακυβέρνησης ο στόχος της συνέπειας/προβλεψιμότητας κυριαρχεί τόσο στις μεταρρυθμίσεις που αφορούν τη λειτουργία του κράτους όσο και στις νέες μορφές οργάνωσης που προωθούνται στη σφαίρα της κοινωνίας πολιτών.
Στο μοντέλο της χρηστής διακυβέρνησης η κοινωνία πολιτών αναδεικνύεται στον κατεξοχήν φορέα διασφάλισης της κοινωνικής και πολιτικής συναίνεσης στο πλαίσιο μίας πλουραλιστικής δημοκρατίας. Η κοινωνία πολιτών συμβάλλει θετικά στον πολιτικό πλουραλισμό και την ειρηνική επίλυση των συγκρούσεων καθώς στο νέο μοντέλο θεμελιώνεται σε εγγενείς και διαχρονικές αξίες, όπως η εμπιστοσύνη, η αμοιβαιότητα, η ανεκτικότητα, η συνεργασία και η μη-βία. Γι’ αυτό, στο μοντέλο της χρηστής διακυβέρνησης η κοινωνία πολιτών καλείται να υλοποιήσει έναν κρίσιμο παιδαγωγικό ρόλο. Οι πολίτες, μέσω της συμμετοχής τους στις οργανώσεις που συγκροτούν την κοινωνία πολιτών, έρχονται σε επαφή με διαφορετικές ή και αντίθετες απόψεις, και μαθαίνουν να επιλύουν ειρηνικά αυτές τις συγκρούσεις με βάση τους δημοκρατικούς κανόνες. Η κοινωνία πολιτών, επομένως, ευνοεί τη σύγκλιση των απόψεων, την υιοθέτηση κοινά αποδεκτών αξιών και την ανάπτυξη κανόνων εμπιστοσύνης και συνεργασίας. Επιπρόσθετα, στο νέο μοντέλο η κοινωνία πολιτών συμβάλλει στη βελτίωση της ποιότητας των δημοκρατικών θεσμών.[17] Η ενίσχυση της συνεργασίας, η βελτίωση των πολιτικών και κοινωνικών δεξιοτήτων και η ανάπτυξη μιας συμμετοχικής πολιτικής κουλτούρας στα πλαίσια των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών διασφαλίζουν την άσκηση αποτελεσματικής πίεσης προς τους πολιτικούς θεσμούς για τη βελτίωση της αντιπροσωπευτικότητας, της διαφάνειας και της επίδοσής τους.
Στο μοντέλο της χρηστής διακυβέρνησης μπορεί να αναγνωρίζεται η ύπαρξη επιμέρους πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων, αλλά η λειτουργία του πολιτικού συστήματος οφείλει να θεμελιώνεται σε ένα οικουμενικά αποδεκτό σύνολο αξιών, θεσμών και πρακτικών, που προϋποθέτει ένα αποτελεσματικό και πολιτικά ουδέτερο κράτος, πλαισιωμένο από μία φιλελεύθερη, πλουραλιστική κοινωνία πολιτών.[18] Στο σχήμα αυτό η κοινωνία πολιτών αφενός κοινωνικοποιεί τους πολίτες σε συναινετικές, οικουμενικές αξίες και πρακτικές και αφετέρου συμβάλλει στη βελτίωση της ποιότητας των πολιτικών θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Παρόλο που το μοντέλο της χρηστής διακυβέρνησης υπογραμμίζει τον μη ιδεολογικό χαρακτήρα της κοινωνίας πολιτών, η προβλεπόμενη λειτουργία της ως ελεγκτικός φορέας του κράτους, την καθιστά στην πραγματικότητα έναν κρίσιμο παράγοντα στην αποτελεσματική προώθηση και υλοποίηση του συγκεκριμένου μοντέλου διακυβέρνησης.  
Εάν στις αναλύσεις για τα ΝΚΚ η κοινωνία πολιτών αποτελούσε ένα πεδίο που συγκροτείται από αντιτιθέμενες κοινωνικές δυνάμεις, στο μοντέλο της χρηστής διακυβέρνησης η κοινωνία πολιτών αποκόβεται από τον κοινωνικό σχηματισμό στον οποίο εντάσσεται και αποκτάει πάγια χαρακτηριστικά. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διακυβέρνηση και την ανάπτυξη, η κοινωνία πολιτών μετατρέπεται από κοινωνική δομή σε έναν αυτόνομο, ενεργό φορέα, που προασπίζει και προωθεί οικουμενικά δημόσια αγαθά ανεξαρτήτως κοινωνικών και ιστορικών συνθηκών. Επομένως, στο μοντέλο της χρηστής διακυβέρνησης η κοινωνία πολιτών όχι μόνο παύει να είναι ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένη, αλλά αποκτάει εγγενή και διαχρονικά χαρακτηριστικά (π.χ., ελευθερία, ανεκτικότητα, συνεργασία, μη-βία) που συγκροτούν πλέον έναν «ιδεότυπο», ένα κανονιστικό πρότυπο της κοινωνίας πολιτών. Το πρότυπο αυτό συνοδεύεται από τη χάραξη δημόσιων ή υπερεθνικών πολιτικών που στοχεύουν στην προώθηση και την υλοποίησή του σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό. Χαρακτηρίζεται, συνεπώς, το μοντέλο της χρηστής διακυβέρνησης από έναν ιδιότυπο «φετιχισμό» της κοινωνίας πολιτών, καθώς αυτή αποκτάει τη δική της αυτόνομη υπόσταση και καθίσταται ξένη προς τις κοινωνικές σχέσεις που τη συγκροτούν. Η κοινωνία πολιτών στο νέο μοντέλο παύει να αποτελεί ένα αναλυτικό εργαλείο και μετατρέπεται πλέον σε συστατικό στοιχείο άσκησης ενός ηγεμονικού λόγου.



Νέες Εναλλακτικές Ερμηνείες της Κοινωνίας Πολιτών και η Πάλη για Ηγεμονία
Η προβολή της κοινωνίας πολιτών ως παράγοντα ενίσχυσης της πολιτικής σταθερότητας και της κοινωνικής συναίνεσης στα πλαίσια μίας φιλελεύθερης, δημοκρατίας, αμφισβητήθηκε έντονα από την εκτεταμένη βιβλιογραφία για το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, η οποία επανασύνδεσε την έννοια της κοινωνίας πολιτών με την ανάπτυξη συγκρουσιακών/αντι-συστημικών μορφών συλλογικής δράσης. Στη βιβλιογραφία αυτή, η παγκόσμια κοινωνία πολιτών αποτελεί το πεδίο ανάπτυξης διεθνών κοινωνικών κινημάτων που εναντιώνονται στη λειτουργία των θεσμών της παγκόσμιας διακυβέρνησης (π.χ., Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου) και αγωνίζονται για τον εκδημοκρατισμό της διεθνούς κοινότητας από τα κάτω. Στις συγκεκριμένες προσεγγίσεις, ο όρος παγκόσμια κοινωνία πολιτών ερμηνεύεται ως το κατεξοχήν πεδίο αμφισβήτησης της πολιτικής ηγεμονίας στα πλαίσια της διεθνούς κοινότητας σήμερα.[19]
Το μοντέλο της χρηστής διακυβέρνησης αμφισβητήθηκε έντονα και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Οι διεθνείς και πολυμερείς οργανισμοί έχουν ενσωματώσει το νέο μοντέλο στις πολιτικές τους προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς τόσο στο πλαίσιο της «δημοκρατικής βοήθειας» όσο και των αναπτυξιακών προγραμμάτων, προωθούν σταθερά την οικοδόμηση μίας ισχυρής κοινωνίας πολιτών, προκειμένου να εδραιωθεί ένα κράτος δικαίου, να ενισχυθεί η οικονομική ανάπτυξη και τέλος να επιτευχθεί η πολιτική σταθερότητα στις αναπτυσσόμενες χώρες. Η προώθηση, όμως, του μοντέλου της χρηστής διακυβέρνησης είχε σαν αποτέλεσμα διανοούμενοι και πολιτικές δυνάμεις στις χώρες αυτές να επιδιώξουν να επαναπροσδιορίσουν την έννοια «κοινωνία πολιτών», προκειμένου να συγκροτήσουν μια εναλλακτική ιδεολογία στο πολιτικό πρόταγμα της Δύσης.  Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των αραβικών-μουσουλμανικών χωρών, στις οποίες παρατηρείται μια προσπάθεια ισλαμικής θεμελίωσης και ιδιοποίησης του όρου κοινωνία πολιτών τα τελευταία χρόνια.[20] Πολλοί Άραβες διανοούμενοι επιχειρούν, μέσω εκτεταμένης ιστορικής έρευνας, να προβάλουν παραδείγματα από την πολιτική και πολιτιστική παράδοση του Ισλάμ σε σχέση με την παρελθούσα ύπαρξη και λειτουργία ισχυρής και ενεργού κοινωνίας πολιτών στις χώρες αυτές. Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του Λιβανέζου διανοουμένου Wajih Kawtharani σε Συνέδριο για την κοινωνία πολιτών, στην οποία υπογράμμισε το εύρος και τη σπουδαιότητα της ισλαμικής συνεταιριστικής παράδοσης.[21] Η προσπάθεια πολλών ισλαμιστών διανοουμένων να θεμελιώσουν τον όρο κοινωνία πολιτών στην ισλαμική παράδοση αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μίας απόπειρας διείσδυσης και ταυτόχρονα ανατροπής των νεοφιλελεύθερων προτύπων, που προβάλλονται από τη Δύση. Στα πλαίσια της στρατηγικής αυτής ισλαμιστές διανοούμενοι μελέτησαν και υιοθέτησαν στοιχεία από το έργο του Γκράμσι.
Η σημαντική παρουσία του όρου κοινωνία πολιτών στον πολιτικό και ακαδημαϊκό λόγο στις αραβικές-μουσουλμανικές κοινωνίες ώθησε επίσης την Αραβική Αριστερά να επαναπροσεγγίσει το έργο του Γκράμσι. Αποστασιοποιούμενη από το λενινιστικό παρελθόν της, μετά την ανατροπή των κομμουνιστικών καθεστώτων στην πρώην Ανατολική Ευρώπη, η Αραβική αριστερά στράφηκε στη σκέψη του Γκράμσι για να ερμηνεύσει τους υφιστάμενους μετασχηματισμούς στις αραβικές-μουσουλμανικές κοινωνίες.[22] Το 1990, πραγματοποιήθηκε στο Κάιρο συνέδριο με θέμα «Η Κοινωνία Πολιτών στον Αραβικό Κόσμο υπό το πρίσμα της σκέψης του Γκράμσι» (Civil Society in the Arab World in Light of Gramscis Thought).[23]  Στα πλαίσια του συνεδρίου υπογραμμίστηκε, ότι το έργο του  Γκράμσι παραμένει επίκαιρο και συναφές με τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Αραβική Αριστερά σήμερα, καθώς σε αυτό δεν αναλύονται μόνο οι έννοιες στην καθολικότητά τους αλλά εξετάζεται επίσης η σημασία των ειδικών συνθηκών που επικρατούν σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό.[24] Η προσέγγιση όμως της σκέψης του Γκράμσι τόσο από τους ισλαμιστές όσο και από την Αραβική Αριστερά οφείλεται κυρίως στο ότι στο έργο του Γκράμσι δεν αξιολογείται a priori θετικά η κοινωνία πολιτών, αλλά αντίθετα υπογραμμίζεται ο αμφίσημος χαρακτήρα της. Ειδικότερα, η Αραβική αριστερά έχοντας απορρίψει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της κοινωνίας πολιτών που προωθείται από τη Δύση, προσπαθεί να διερευνήσει τόσο τις υφιστάμενες σχέσεις κυριαρχίας στη σφαίρα της κοινωνίας πολιτών στις αραβικές-μουσουλμανικές χώρες σήμερα, όσο και τη δυνατότητα συγκρότησης μίας εναλλακτικής ηγεμονίας.  
            Η περίπτωση των αραβικών-μουσουλμανικών χωρών αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα του ότι σήμερα στις αναπτυσσόμενες χώρες η έννοια της κοινωνίας πολιτών προσλαμβάνεται πρωτίστως ως κεντρικό στοιχείο του ηγεμονικού λόγου της Δύσης. Αντιδρώντας στην πολιτική και πολιτιστική ηγεμονία της Δύσης διανοούμενοι των αναπτυσσόμενων χωρών έχουν προβάλλει εναλλακτικές αναγνώσεις της έννοιας «κοινωνία πολιτών», οι οποίες ενσωματώνουν παράλληλα και ένα εναλλακτικό όραμα για την κοινωνική συγκρότηση. Ο όρος κοινωνία πολιτών συνεπώς έχει αναδειχθεί σήμερα σε κομβικό σημείο αντιπαράθεσης τόσο στη Δύση όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς προσλαμβάνεται στη δεδομένη ιστορική συγκυρία ως μία ιδεολογικά βεβαρημένη έννοια, η οποία συμπυκνώνει τις κεντρικές αξίες που θεμελιώνουν και νομιμοποιούν το εκάστοτε προβαλλόμενο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης και τις συναφείς μορφές γνώσης και υποκειμενικότητας. Συνεπώς, από έναν απο-πολιτικοποιημένο και ουδέτερο όρο στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο, η κοινωνία πολιτών έχει αναδειχθεί σήμερα σε μία πολιτικά κρίσιμη έννοια, καθώς κατέχει καίριο ρόλο στη συγκρότηση τόσο της πολιτικής και πολιτιστικής ηγεμονίας όσο και στην προσπάθεια συγκρότησης μίας εναλλακτικής ηγεμονίας.  Οι πολλαπλές και αντικρουόμενες ερμηνείες του όρου κοινωνία πολιτών που έχουν αρθρωθεί, καταδεικνύουν ότι η ίδια η ερμηνεία του όρου κοινωνία πολιτών έχει πλέον καταστεί ένα κεντρικό στοιχείο της πάλης για ιδεολογική ηγεμονία. Όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει ο Γκράμσι, η ηγεμονία σε μία δεδομένη ιστορική περίοδο προσδιορίζει την ερμηνεία των υφιστάμενων δομών και θεσμών. Οι υφιστάμενες ιδεολογικές συγκρούσεις για την ερμηνεία της κοινωνίας πολιτών  «ως χώρο σύγκρουσης» (π.χ., NKK, κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης) ή «ως χώρο συναίνεσης» (π.χ., μοντέλο χρηστής διακυβέρνησης) δεν αποτελούν παρά ένα στοιχείο της ιδεολογικής πάλης για την ευρύτερη πολιτική ανάγνωση της κοινωνικής πραγματικότητας σήμερα. Μία μυθοποίηση, όμως, της κοινωνίας πολιτών είτε ως «ο κατεξοχήν χώρος σύγκρουσης» είτε αντίθετα ως «ο κατεξοχήν χώρος συναίνεσης» αποσιωπά, ότι η κοινωνία πολιτών ως ιστορική δομή δεν έχει έναν αμετάβλητα προοδευτικό ή συντηρητικό χαρακτήρα. Η απάντηση για την πολιτική ταυτότητα που έχει ή θα αποκτήσει μελλοντικά η κοινωνία πολιτών σε έναν κοινωνικό σχηματισμό δεν μπορεί παρά να αναζητηθεί, όπως μας υπενθυμίζει ο Γκράμσι, στον ίδιο τον κοινωνικό σχηματισμό και την ανθρώπινη συνείδηση και δράση.












[1] Βλέπε ενδεικτικά Berger S. (επιμ.), Organizing Interests in Western Europe, Cambridge: Cambridge University Press, 1981, Dalton R., Kuechler M. (επιμ.), Challenging the Political Order: New Social and Political Movements in Western Democracies, New York, Oxford: Oxford University Press, 1990, Epstein  B., «Rethinking Social Movement Theory», Socialist Review, vol. 20, no. 1, 1990, σελ. 35-65.
[2] Kriesi H., «Νέα Κοινωνικά Κινήματα στη Δυτική Ευρώπη», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τεύχος 11, Απρίλιος 1998, σελ. 5-26,  Jordan Tim, «The Unity of Social Movements», The Sociological Review, vol. 43, no. 4, November 1995, σελ. 125-144.
[3] Touraine Alain, The Return of the Actor, Minneapolis: University of Minnesota Press, 1988.
[4] Ενδεικτικά ο Melucci υποστηρίζει, ότι ένα κοινωνικό κίνημα περιλαμβάνει τρεις διαστάσεις: την αντίθεση, την αλληλεγγύη και το ξεπέρασμα των συστημικών ορίων. Dani Mario, Melucci Alberto, «The Growth of an Autonomous Research Field: Social Movements Studies in Italy» στο Rucht Dieter, ό.π.
[5] Βλ. Offe C., «New Social Movements: Challenging the Boundaries of Institutional Politics», Social Research, vol. 52, no. 4, 1985, σελ. 817-868, Cohen J., «Strategy or Identity», Social Research, vol. 52, no. 4, 1985, σελ. 663-716, Melucci A., «The Symbolic Challenge of Contemporary Movements», Social Research, vol. 52, no. 4, 1985, σελ. 789-816, Pakulski J., Social Movements: The Politics of Moral Protest, Melbourne: Longman, 1991, Eder K., «The “New Social Movements”: Moral Crusades, Political Pressure Groups or Social Movements? », Social Research, vol. 52, no. 4, 1985, σελ. 869-890, Buechler Steven, Social Movements in Advanced Capitalism: The Political Economy and Cultural Construction of Social Activism, Oxford: Oxford University Press, 2000, Epstein B., «Rethinking Social Movement Theory», Socialist Review, vol. 20, no. 1, 1990, σελ. 35-65.
[6] Η βιβλιογραφία για τα Νέα Κοινωνικά Κινήματα ως κινήματα αμφισβήτησης του ύστερου καπιταλισμού, της νεωτερικότητας, της βιομηχανικής κοινωνίας, κλπ. αναπτύχθηκε κυρίως στη Δυτική Ευρώπη τις δεκαετίες 1970-΄90. Στις Η.Π.Α. τις αντίστοιχες δεκαετίες η ακαδημαϊκή βιβλιογραφία για τα κοινωνικά κινήματα εστίαζε στους παράγοντες που επηρεάζουν την επιτυχία ή αποτυχία των κινημάτων καθώς και στη διάδρασή τους με τους επίσημους πολιτικούς θεσμούς. Βλ. Rucht Dieter (επιμ.), Research on Social Movements: The State of the Art in Western Europe and the U.S.A., Frankfurt: Campus, 1992. Για τη θεωρία του κλάδου της Συγκρουσιακής Πολιτικής και τη διαφοροποίησή της από τις θεωρίες των Νέων Κοινωνικών Κινημάτων βλέπε Σεφερειάδης Σεραφείμ, «Έννοιες και Θεωρία: Ένα Σχόλιο για τη Συμβολή του Κλάδου της Συγκρουσιακής Πολιτικής στη Μελέτη των Κοινωνικών Κινημάτων», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τεύχος 30, Νοέμβριος 2007, σελ. 32-42.  
[7] Mouffe Chantal, Laclau Ernesto, Hegemony and Socialist Strategy, London: Verso, 1985, σελ. 406.
[8] Anderson Perry, «The Antinomies of Antonio Gramsci», New Left Review, 100, November-December 1976, σελ. 5-78, Femia Joseph, «Hegemony and Consciousness in the Thought of Antonio Gramsci», Political Studies, vol. 23, issue 1, March 1975, σελ. 29-48, Salamini Leonardo, «Gramsci and the Marxist Sociology of Knowledge: An Analysis of Hegemony-Ideology-Knowledge», The Sociological Quarterly, 15, summer 1974, σελ. 359-380, Williams Gwyn, «The Concept of «Egemonia» in the Thought of Antonio Gramsci: Some Notes on Interpretation», The Journal of History of Ideas, 21, October-December, 1960, σελ. 586-599, Βούλγαρης Γιάννης, «Κράτος και Κοινωνία Πολιτών στην Ελλάδα. Μια σχέση προς επανεξέταση; » Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τεύχος 28, Νοέμβριος 2006, σελ. 5-33, Ρήγος Άλκης, «Η επικαιρότητα του Γκράμσι και η έννοια της κοινωνίας των πολιτών», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τεύχος 31, Μάιος 2008, σελ. 150-159.

[9] Ορισμένες από τις αναλύσεις για τα ΝΚΚ προχώρησαν σε μία ευρύτερη ρήξη με τον μαρξισμό. Στο μετα-μαρξιστικό πλαίσιο ανάλυσης που υιοθέτησαν, η κοινωνία πολιτών αποσυνδέεται πλήρως από το κράτος και την οικονομία και συγκροτεί πλέον τη σφαίρα στην οποία διεξάγεται η επικοινωνιακή δράση του Χάμπερμας. Στις αναλύσεις αυτές η κοινωνία πολιτών παύει να χαρακτηρίζεται από ανισότητες και εξουσιαστικές σχέσεις και καθίσταται ο προνομιακός χώρος για την υλοποίηση της δημοκρατικής διαβούλευσης (democratic deliberation). Ορισμένα από τα κεντρικά επιχειρήματα της συγκεκριμένης προσέγγισης τα συναντάει κανείς ξανά στη μεταγενέστερη βιβλιογραφία για τα κοινωνικά κινήματα στα πρώην κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης, όπου η κοινωνία πολιτών ερμηνεύεται ως καταλυτικός παράγοντας στη διαδικασία προώθησης και πραγμάτωσης της δημοκρατίας. Βλ. ενδεικτικά Boggs C. «Rethinking the Sixties Legacy: From New Left to New Social Movements», στο Lyman S. (επιμ.), Social Movements: Critiques, Concepts, Case Studies, London: Macmillan, 1995, Wood E., «A Chronology of the New Left and its Successors, or: Whos Old-Fashioned Now? », The Socialist Register, vol. 31: Why not Capitalism?, 1995, σελ. 22-49, Meadwell Hudson, «Post-Marxism, No Friend of Civil Society», στο Hall John (επιμ.), Civil Society: Theory, History, Comparison, Cambridge: Polity Press, 1995, Cohen J., Arato Α., Civil Society and Political Theory, Cambridge, Massachusetts: The MIT Press, 1994, Chambers S., «A Critical Theory of Civil Society», στο Kymlica W., Chambers S. (επιμ.), Alternative Conceptions of Civil Society, Princeton: Princeton University Press, 2002.
[10] Οι αναλύσεις για τα κοινωνικά κινήματα στη Λατινική Αμερική αναφέρονται στο κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, το γυναικείο κίνημα, το περιβαλλοντικό κίνημα, τα εθνοτικά κινήματα, τα κινήματα αυτοχθόνων, τα δίκτυα αλληλοβοήθειας σε επίπεδο γειτονιάς, κλπ. Βλ. ενδεικτικά Alvarez Sonia, Dagnino Evelina, Escobar Arturo (επιμ.), Culture of Politics/Politics of Culture: Re-visioning Latin American Social Movements, Colorado 1998, Foweraker J., Craig L. (επιμ.), Popular Movements and Political Change in Mexico, London: Lynne Rienner Publishers, 1990, Blakeley Georgina, «Democratization and Civil Society in Chile: A Blind Alley for Feminists? », Contemporary Politics, vol. 4, no. 2, 1998, σελ. 177-192, Slater David, «Power and Social Movements in the Other Occident: Latin America in an International Context», Latin American Perspectives, vol. 21 (2), spring 1994, σελ. 11-37. Για μία κριτική των αναλύσεων που ασπάζονται τη θεωρία των ΝΚΚ της Δυτικής Ευρώπης βλ. Baker G. «From Structuralism to Voluntarism: the Latin American Left and the Discourse on Civil Society and Democracy», Contemporary Politics, 4:4, 1998, σελ. 391-411.
[11] Είναι χαρακτηριστικό, ότι στο βιβλίο των Alvarez Sonia, Dagnino Evelina, Escobar Arturo, Culture of Politics/Politics of Culture: Re-visioning Latin American Social Movements, οι συγγραφείς αρνούνται να προσδώσουν στα κινήματα που εξετάζουν έναν επαναστατικό ή προοδευτικό χαρακτήρα, υπογραμμίζοντας, ότι η ανάλυσή τους για τα κινήματα στη περιφέρεια δεν στοχεύει στην ικανοποίηση των επαναστατικών προσδοκιών των ανεπτυγμένων κοινωνιών της Δύσης.
[12] Ο όρος διακυβέρνηση χρησιμοποιείται ευρέως τόσο στους ακαδημαϊκούς κύκλους όσο και στο πεδίο σχεδιασμού και εφαρμογής δημόσιων πολιτικών. Κοινή συνισταμένη στις πολλαπλές και διαφοροποιημένες προσεγγίσεις αποτελεί η πεποίθηση ότι στις σύγχρονες κοινωνίες η λήψη συλλογικών αποφάσεων για την λειτουργία των κοινωνιών αυτών δεν μπορεί να περιορίζεται πλέον στους επίσημους κυβερνητικούς θεσμούς, αλλά  πρέπει να περιλαμβάνει ένα ευρύ πεδίο κρατικών και μη-κρατικών φορέων, που θα συγκροτούν ευρύτερα κοινωνικά δίκτυα δημόσιων πολιτικών. Η συζήτηση για τη διακυβέρνηση καλύπτει ένα ευρύ φάσμα, ασύμβατων ενίοτε, πολιτικών απόψεων. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο συντονισμό δημόσιου και ιδιωτικού τομέα μέσω της ανάθεσης παροχής κοινωνικών υπηρεσιών από την τοπική αυτοδιοίκηση σε Βρετανικές QUANGOs (Οιονεί Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις) καθώς και στην εφαρμογή των αρχών της Νέας Δημόσιας Διοίκησης στον κρατικό τομέα. Η συζήτηση για τη διακυβέρνηση, περιλαμβάνει, όμως, και πολιτικές προσεγγίσεις, οι οποίες αντιδρώντας στην κυριαρχία της αγοράς στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον επιδιώκουν να διασφαλίσουν την κρατική χρηματοδότηση και λογοδοσία σε καίριους τομείς κοινωνικής πολιτικής καθώς και να ενισχύσουν την αποτελεσματική συμμετοχή των πολιτών στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των δημόσιων πολιτικών. Τέλος, η συζήτηση για τη διακυβέρνηση συνδέεται άρρηκτα με τον ακαδημαϊκό διάλογο για το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης και την αναγκαιότητα ή μη ανάδειξης μίας νέας παγκόσμιας διακυβέρνησης. Το μοντέλο της χρηστής διακυβέρνησης, που αναλύεται εν συνεχεία στο κείμενο, ταυτίζεται με τη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του όρου Διακυβέρνηση, η οποία κυριαρχεί επίσης και στα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Βλ. ενδεικτικά, Gerry Stoker, «Governance as Theory: Five Propositions»,  International Social Science Journal, 155, 1998, σελ. 17-28, Paul Hirst, Associative Democracy: New Forms of Economic and Social Governance, Amherst: University of Massachusetts Press, 1994, Gordenker Leon – Thomas Weiss, «Pluralizing Global Governance: Analytical Approaches and Dimensions», Third World Quarterly, 16 (3), 1995, σελ. 357-377, Παναγιώτης Καρκατσούλης, «Η Διακυβέρνηση στην Εποχή της Παγκοσμιοποίησης: Το Ευρωπαϊκό Παράδειγμα», Επιστήμη και Κοινωνία, τεύχος 10, Άνοιξη 2003, Μουζέλης Νίκος, «Η Κοινωνία Πολιτών τρίτος πόλος της Παγκοσμιοποίησης», Κοινωνία Πολιτών, τεύχος 9, χειμώνας 2003, σελ. 11-12, European Commission, European Governance: A White Paper, COM(2001) 428 final, Brussels, 25.7.2001, Communication from the Commission to the Council, the European Parliament and the European Economic and Social Committee, Governance and Development, COM(2003) 615, final, Brussels, 20.10.2003, Communication from the Commission to the Council, the European Parliament, the European Economic and Social Committee and the Committee of the Regions, The European Consensus, COM(2005) 311, final, Brussels, 13.7.2005.
[13] Σταθμός σε αυτήν την τροποποίηση του κυρίαρχου «παραδείγματος» θεωρείται η έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας το 1997. Βλ. The International Bank for Reconstruction and Development / The World Bank, The State in a Changing World, Oxford, New York: Oxford University Press, 1997.
[14] Gill Stephen, «The Constitution of Global Capitalism», Paper presented at the International Studies Association Annual Convention, Los Angeles 2000.
[15] Βλ. ενδεικτικά, Colás Alejandro, «The Power of Representation: Democratic Politics and Global Governance», στο Armstrong David, Farrell Theo, Maiguashca Bice (επιμ.), Governance and Resistance in World Politics, Cambridge: Cambridge University Press, 2003, Ayers Alison, «Imperial Liberties: Democratization and Governance in the «New» Imperial Order», Political Studies, forthcoming issue, vol. 57, no. 1, 2009, Rupert Mark, «Reading Gramsci in an Era of Globalizing Capitalism», Critical Review of International Social and Political Philosophy, 8:4, σελ. 483-497, 2005.
[16] Ο Γκράμσι υπογραμμίζει τον σημαντικό ρόλο του δικαίου στη διαμόρφωση της ανθρώπινης συνείδησης. Υποστηρίζει χαρακτηριστικά, ότι η λειτουργία του δίκαιου είναι ευρύτερη της λειτουργίας του Κράτους(υπό την στενή έννοια) ή της κυβέρνησης, καθώς κατευθύνει και τις δράσεις στη σφαίρα της κοινωνίας των πολιτών στους τομείς εκείνους, που δεν ρυθμίζονται από το δίκαιο  (π.χ., ηθική και έθιμα). Ο ρόλος του δικαίου είναι κρίσιμος, υποστηρίζει ο Γκράμσι, για να κατανοήσουμε πώς ο καταναγκασμός που εμπεριέχεται στο θετικό Δίκαιο συνοδεύεται από την ελεύθερη και αυθόρμητη συναίνεση των ατόμων στους τομείς εκείνους που δεν ρυθμίζονται από το δίκαιο, αλλά προσδιορίζονται από την κοινή γνώμη, την ηθική κλπ. Βλ. Gramsci Antonio, Selections from the Prison Notebooks, New York: International Publishers, 1989, σελ. 195.
[17] Χαρακτηριστική είναι η ανάλυση του R. Putnam για το κοινωνικό κεφάλαιο, η οποία θεμελιώνεται κυρίως στη θεωρητική σκέψη του Alexis de Tocqueville. Σύμφωνα με την ανάλυση του R. Putnam, ο υψηλός βαθμός «κοινωνικού συνεταιρίζεσθαι» (civic associationalism) ευνοεί και ενισχύει την κοινωνική αποτελεσματικότητα και την ποιότητα των δημοκρατικών θεσμών. Τη θεωρία του R. Putnam αμφισβήτησε η Sheri Berman, η οποία ανέλυσε το πώς ο υψηλός βαθμός «κοινωνικού συνεταιρίζεσθαι» στην κοινωνία πολιτών στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης συνέβαλλε αποφασιστικά στην άνοδο του ναζισμού την περίοδο του μεσοπολέμου στην Γερμανία. Βλ. Berman Sheri, «Civil Society and the Collapse of the Weimar Republic», World Politics, vol. 49, no. 3, April 1997, σελ. 401-429. Επειδή το άρθρο αυτό αμφισβητεί τη θεωρία του R. Putnam για το κοινωνικό κεφάλαιο, έχει καθιερωθεί στους ακαδημαϊκούς κύκλους και με την ονομασία «Bowling with Hitler».
[18] Ayers, ό.π.
[19] Για διαφορετικές ερμηνείες του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης και της έννοιας «παγκόσμια κοινωνία πολιτών» βλ. τις αναλύσεις των David Held, Mary Kaldor, Marlies Glasius, Helmut Anheier, John Keane, Richard Falk, John Clark, Paul Hirst, Jackie Smith, Manuel Castells, Leo Panitch, Colás Alejandro, Stephen Gill. 
[20] Salam Nawaf, «Civil Society in the Arab World: The Historical and Political Dimensions», Occasional Publications 3, Islamic Legal Studies Program, Harvard Law School, October 2002, Esposito John, «Islam and Civil Society», στο Esposito John Burgat François (επιμ.), Modernizing Islam: Religion in the Public Sphere in Europe and the Middle East, London: Hurst & Company, 2003, Haynes Jeff, Democracy and Civil Society in the Third World, Cambridge: Polity Press, 1997.
[21] Τον Ιανουάριο του 1992 το Κέντρο Μελετών για την Αραβική Ενότητα (Center for Arab Unity Studies [CAUS]) διοργάνωσε ένα Συνέδριο στη Βηρυτό με θέμα: «Η Κοινωνία Πολιτών στον αραβικό κόσμο και ο ρόλος της στην υλοποίηση της δημοκρατίας» (Civil Society in the Arab World and Its Role in the Realization of Democracy). Στο συνέδριο αυτό ο Wajih Kawtharani υποστήριξε, ότι μη κρατικά κοινωνικά μορφώματα υπήρχαν όχι μόνο στις κοινωνίες της Δύσης, αλλά και στις αραβικές-μουσουλμανικές κοινωνίες, καθώς στο παρελθόν είχε συγκροτηθεί ένας μη κρατικός δημόσιος χώρος αποτελούμενος από επαγγελματικά σωματεία, θρησκευτικές οργανώσεις (π.χ., Sufi) και άτυπους θεσμούς της αγροτικής κοινωνίας (θεμελιωμένους στους παραδοσιακούς δεσμούς αίματος, συγγένειας, εντοπιότητας, γλώσσας, φυλής κλπ.). Οι τυπικοί και άτυποι αυτοί θεσμοί λειτουργούσαν αυτόνομα από την κεντρική εξουσία και συνέβαλαν στην αυτοοργάνωση των τοπικών πληθυσμών. Συνεπώς, κατά τον Kawtharani, οι θεσμοί αυτοί αποτελούν την πιο αυθεντική εκδοχή της κοινωνίας πολιτών στις αραβικές-μουσουλμανικές κοινωνίες. Βλ. Browers Michaelle, «Arab Liberalism: translating civil society, prioritizing democracy», Critical Review of International Social and Political Philosophy, vol. 7, no. 1, spring 2004, σελ. 51-75.
[22] Στην Αραβική αριστερά η έννοια «κοινωνία πολιτών» ήταν αρνητικά φορτισμένη, καθώς ταυτιζόταν με την κυριαρχία της αστικής τάξης και το πεδίο των οικονομικών ανταγωνισμών. Η ανάλυση του Γκράμσι για την κοινωνία πολιτών άρχισε να γίνεται ορατή τη δεκαετία του ’70, ενώ αποτελούσε πλέον σταθερό σημείο αναφοράς για την Αραβική αριστερά τις δεκαετίες 1980-’90.
[23] Το Συνέδριο διοργάνωσε το Κέντρο για Αραβικές Σπουδές (Centre for Arab Studies) στο Κάιρο και η Αραβική Ομάδα για την Κοινωνιολογία (Arab Group for Sociology) με βάση την Τυνησία. Βλ. Browers Michaelle, «The Civil Society Debate and New Trends on the Arab Left», Theory & Event, 7:2, 2004, on-line journal.
[24] Είναι χαρακτηριστικό, ότι η ανάλυσή του Γκράμσι για τα προβλήματα του Ιταλικού Νότου, προβλήθηκε ως αντιπροσωπευτική των προβλημάτων οπισθοδρόμησης και εξάρτησης των αραβικών-μουσουλμανικών χωρών σήμερα. Στο Συνέδριο διερευνήθηκε επίσης εκτεταμένα ο ρόλος των ισλαμιστών διανοουμένων και κατά πόσο αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα «παραδοσιακών» διανοουμένων στις αραβικές-μουσουλμανικές κοινωνίες.